- δύνεται
- δύ̱νεται , δύω 2cause to sinkpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύνομαι — δυνήθηκα 1. μπορώ: Δε δύνομαι να σου δανείσω τα χρήματα που χρειάζεσαι. 2. αντέχω: Δε δύνεται να τρέξει άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)